κεράσῃς

κεράσῃς
κεράννυμι
mix
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κερασής — ιά, ί [κεράσι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού 2. το ουδ. ως ουσ. το κερασί το χρώμα τού κερασιού …   Dictionary of Greek

  • κεράσηις — κεράσῃς , κεράννυμι mix aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασόχρους — ουν (Μ κερασόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού, κερασής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + χρους (< χρώς), πρβλ. κυανό χρους, φαιό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”